- διαμαγνητισμός
- οκεφάλαιο της φυσικής επιστήμης που μελετά τα διαμαγνητικά φαινόμενα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διαμαγνητισμός — Ιδιότητα ορισμένων ουσιών να αποκτούν, υπό την επίδραση ενός εξωτερικού μαγνητικού πεδίου, μια μαγνήτιση εξ επαγωγής, με φορά αντίθετη προς τη φορά του μαγνητικού πεδίου. Η ιδιότητα αυτή δεν εξαρτάται από τη θερμοκρασία και γίνεται εμφανέστερη… … Dictionary of Greek
σιδηρομαγνητισμός — Ιδιότητα ορισμένων στερεών σωμάτων να παρουσιάζουν αυτόματη μαγνήτιση και να μαγνητίζονται έντονα, όταν εισάγονται μέσα σ’ ένα μαγνητικό πεδίο. Εκτός από το σίδηρο, στον οποίο διαπιστώθηκε πρώτα η ιδιότητα αυτή και έτσι προήλθε ο όρος σ., σώματα… … Dictionary of Greek